Page 15 - 7H ENOTITA - FILOLOGIKO SERRES
P. 15
Ετυμολογικά και Ομόρριζα στη νέα Ελληνική
Φύσει > φύομαι: ατόφυος (< αὐτόφυος < αὐτοφυής = ακέραιος, ανόθευτος), αυτοφυής, έμφυτος, ευφυής,
ευφυΐα, ιδιοφυής, κατάφυτος, μεγαλοφυής, μεγαλοφυΐα, σύμφυτος, τριχοφυΐα, φυλή, φύλλο, φύλο, φύση,
φυσικοθεραπευτής, φυσικός, φυσικότητα, φυσιογνωμία, φυσιογνώστης, φυσιολάτρης, φυσιολογικός,
φυτικός, φυτό.
ὁρμὴ > ὁρμάω-ῶ ,ὄρνυμι < ερ- "θέτω σε κίνηση, ξεσηκώνω" : ορμητήριο , ορμητικός , ορμητικότητα ,
ορμόνη , ορμονικός , αφορμή, εξόρμηση, παρορμητικός, αυθόρμητος, ορμέμφυτος, ορμονοθεραπεία
κοινωνίαν < κοινωνέω -ῶ < κοινωνὸς < κοινός : ακοινώνητος, επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο,
κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία,
κοινόχρηστος, κοινώνημα, κοινωνία, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωνιολόγος, κοινωνός,
κοινωφελής, συγκοινωνία, συγκοινωνιολόγος.
συστήσας < ἵστημι (θ. στη- και στᾰ-. Ο ενεστώτας σχηματίστηκε από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σι-,
το θέμα στη- και την κατάληξη –μι > σί-στη-μι· το σ τρέπεται σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία,
ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα,
αντικατάσταση, αντικαταστάτης, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα,
αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, άστατος, ασυστηματοποίητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, ένσταση,
επαναστάτης, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστίο, ιστός, κατάσταση,
καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης,
παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός,
σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός,
σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης,
σύσταση, συστατικός, σύστημα, συστηματικός, υπόσταση.
«ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ» φροντιστήριο -15- Εθνικής Αντίστασης 20, Σέρρες. Τηλ. 23210 66260